ρόδα


ρόδα
Προφορά

Ετυμολογία
ρόδα └βενετ┘ roda

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ρόδα

✦ τροχός: ρόδα που τα ‘λιωσε μια ρόδα καθώς περνούσε απ’ τη γωνιά (Ναπ. Λαπαθιώτης)
✦ φρ. έχει ρόδα, διαθέτει ιδιωτικό αυτοκίνητο ρόδα είναι και γυρίζει,για τα ανθρώπινα πράγματα, που μεταβάλλονται εύκολα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.