ρινοψία


ρινοψία
Προφορά

Ετυμολογία
ρινοψία ρις + ορώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ρινοψία

(ιατρ.) στραβισμός κατά τον οποίο και τα δύο μάτια φαίνονται να βλέπουν τη μύτη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.