ραγολογώ
Προφορά
Ετυμολογία
ραγολογώ μεταγενέστερη ελληνική ῥαγολογῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ραγολογώ -είς, -εί
✦ μαζεύω ρώγες σταφυλιών ή τα τελευταία σταφύλια που έχουν απομείνει στα κλήματα: Πιο κάτω θα βρούμε τα σταφύλια του φαγιού. Αυτά δεν ήταν ακόμα του καιρού τους, μα όπου πετύχαινες κανένα μισογινωμένο να το ραγολογήσεις, το ‘παιρνες για γλύκισμα (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–