
ράβω
Προφορά
Ετυμολογία
ράβω ἔρραψα, αόρ. του αρχαίου ελληνικού ῥάπτω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ράβω 
✦  συνδέω μεταξύ τους δύο κομμάτια υφάσματος ή άλλου υλικού χρησιμοποιώντας βελόνι και κλωστή 
✦  κατασκευάζω ένδυμα για κάποιον: ο ράφτης άρχισε να ράβει το πανταλόνι μου 
✦  αναθέτω σε ράφτη ή μοδίστρα την κατασκευή ενδύματος για μένα: ράβω μια φούστα για το καλοκαίρι 
✦  (μέσ.) ράβομαι, αναθέτω σε ράφτη ή μοδίστρα την κατασκευή των ενδυμάτων μου: ράβομαι στον τάδε ράφτη |(ιατρ.)  κλείνω χειρουργική τομή ή τραύμα 
✦  φρ. η γλώσσα του κόβει και ράβει, είναι φλύαρος ή κακολόγος  
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–
Πρόδρομος