πόλος
Προφορά
Ετυμολογία
πόλος αρχαία ελληνική πόλος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πόλος
✦ καθένα από τα δυο άκρα του υπαρκτού ή νοητού άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφεται οποιαδήποτε σφαίρα
✦ η περιοχή όπου καταλήγει ο νοητός άξονας γύρω από τον οποίο στρέφεται η γη
✦ καθένα από τα δύο άκρα μαγνήτη ηλεκτρικής στήλης ή ηλεκτρικής μηχανής
✦ πόλος έλξης, για πρόσωπο ή πράγμα που ελκύει την προσοχή και το ενδιαφέρον
✦ (μτφ. ) καθετί διαμετρικά αντίθετο προς άλλο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–