πολλαπλασιαστής


πολλαπλασιαστής
Προφορά

Ετυμολογία
πολλαπλασιαστής πολλαπλασιάζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πολλαπλασιαστής

✦ αυτός που πολλαπλασιάζει κάτι
✦ (μαθημ.) ο αριθμός με τον οποίο πολλαπλασιάζεται άλλος αριθμός
✦ (τεχν.) μηχανισμός για τον πολλαπλασιασμό ενέργειας
✦ (ειδ.) η λογιστική μηχανή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.