πόζα


πόζα
Προφορά

Ετυμολογία
πόζα └ιταλ┘posa

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πόζα

✦ φροντισμένη στάση που παίρνει κανείς προκειμένου να φωτογραφηθεί ή να χρησιμέψει ως μοντέλο ζωγράφου ή γλύπτη
✦ (γεν.) στάση επιτηδευμένης σοβαρότητας ή απροσεξίας, προσποιητό ύφος: εκεί απειράριθμες παίρνετε πόζες (Κ. Καρυωτάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.