ποζάρισμα
Προφορά
Ετυμολογία
ποζάρισμα ποζάρω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ποζάρισμα
✦ το αποτέλεσμα του ποζάρω, το να παίρνει κανείς κατάλληλη στάση για να φωτογραφηθεί ή να χρησιμεύσει ως μοντέλο σε καλλιτέχνη
✦ το να παίρνει κάποιος μιαν επιτηδευμένη στάση για να προκαλέσει εντύπωση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–