πρόκειται
Προφορά
Ετυμολογία
πρόκειται γ΄ εν. πρόσ. του αρχαίου ελληνικού πρόκειμαι (= κείτομαι μπροστά)
Ερμηνεία
πρόκειται
✦ απρόσ. υπάρχει ζήτημα: δεν πρόκειται για σφάλμα – πρόκειται περί αδιαφορίας
✦ πρόκειται να, μέλλει να συμβεί κάτι: πότε πρόκειται να φύγετε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–