προκάλυψη
Προφορά
Ετυμολογία
προκάλυψη μεταγενέστερη ελληνική προκάλυψις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η προκάλυψη
✦ η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προκαλύπτω, κάλυψη από εμπρός, προφύλαξη με απόκρυψη
✦ (στρατ.) η απόκρυψη θέσεως από τα πυρά του εχθρού καθώς και η καλυπτόμενη περιοχή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–