πρόβα
Προφορά
Ετυμολογία
πρόβα └ιταλ┘prova
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πρόβα
✦ δοκιμή, ιδ. φορέματος
✦ δοκιμαστική εκτέλεση, ιδ. μουσικού ή θεατρικού έργου
✦ πρόβα τζενεράλε, η γενική δοκιμή πριν από την πρεμιέρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–