προαίρεση


προαίρεση
Προφορά

Ετυμολογία
προαίρεση αρχαία ελληνική προαίρεσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η προαίρεση

✦ ενδόμυχη τάση, επιθυμία, διάθεση, πρόθεση: το ‘κανε μ’ αγαθή προαίρεση (Π. Πρεβελάκης)
✦ φρ. κατά προαίρεση, με ελεύθερη βούληση, προαιρετικά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.