προφυλαχτικός
Προφορά
Ετυμολογία
προφυλαχτικός μεταγενέστερη ελληνική προφυλακτικός
Ερμηνεία
προφυλαχτικός
✦ κ. προφυλαχτικός, -ή, -ό επίθ. (Κ -κτική, -όν) που προφυλάγει ή προφυλάγεται, ο κατάλληλος για προφύλαξη
✦ ουδ. προφυλακτικό ως ουσ., κάθε μέσο χρήσιμο για προφύλαξη, και ιδ. το ελαστικό κάλυμμα του πέους, που χρησιμοποιείται κατά τη σεξουαλική πράξη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
προφυλακτικά (Κ -κώς)