προφτάνω


προφτάνω
Προφορά

Ετυμολογία
προφτάνω πρόφτασα, αόρ. του προφτάνω

Ερμηνεία
προφτάνω

✦ κ. προφτάνω ρ. (πρόφτασα· Κ προφθάνω) φτάνω στην ώρα, έγκαιρα, καταφθάνω
✦ κάνω κάτι εγκαίρως, προλαβαίνω
✦ επαρκώ σε χρόνο, σε χρήμα, δυναμικότητα: τόσα έξοδα, πού να τα προφτάσει ο άνθρωπος;
✦ σπεύδω να ανακοινώσω μυστικό: μου το πρόφτασε ο κουτσομπόλης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.