προτού
Προφορά
Ετυμολογία
προτού αρχαία ελληνική └φρ┘πρό τοῦ + απαρέμφ., που στη μεταγενέστερη ελληνική άρχισε να συντάσσεται με ρήμα
Ερμηνεία
προτού
✦ σύνδ. πριν να: ξυπνάει προτού χαράξει
✦ κ. ως επίρρ.: λίγες μέρες προτού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–