προσιτός
Προφορά
Ετυμολογία
προσιτός αρχαία ελληνική προσιτός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ προσιτός -ή, -ό
✦ αυτός που μπορεί εύκολα να τον προσεγγίσει, να τον πλησιάσει κάποιος: προσιτή ακτή – κορυφή
✦ (μτφ. για πρόσ. ιδ. που ασκούν εξουσία) αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί να πλησιάσει, να συναντήσει ο ενδιαφερόμενος: προσιτός ο νέος υπουργός
✦ (μτφ. για πράγμα) που εύκολα μπορεί να αποκτηθεί: βιβλία προσιτά
✦ (ιδ. για τιμή) που εύκολα μπορεί να καταβάλει κάποιος: τιμές προσιτές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
απρόσιτος
Επιρρήματα
–