προσκέφαλο


προσκέφαλο
Προφορά

Ετυμολογία
προσκέφαλο αρχαία ελληνική προσκεφάλαιον

Ερμηνεία
προσκέφαλο

✦ (Κ προσκεφάλαιον) κατασκεύασμα σε σχήμα μικρού σάκου που μπαίνει κάτω από το κεφάλι για να το στηρίζει στον ύπνο ή στην ανάπαυση, το μαξιλάρι
✦ κάθε αντικείμενο ανάλογης χρήσης ή σχήματος μ’ αυτό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.