προσαύξηση


προσαύξηση
Προφορά

Ετυμολογία
προσαύξηση μεταγενέστερη ελληνική προσαύξησις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η προσαύξηση

✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του προσαυξάνω, επαύξηση: προσαύξηση των αποδοχών κατά 10% λόγω οικογενειακών βαρών
✦ ό,τι προστίθεται για επαύξηση: δόθηκαν πολλές προσαυξήσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.