προσβολή
Προφορά
Ετυμολογία
προσβολή αρχαία ελληνική προσβολή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η προσβολή
✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του προσβάλλω, επίθεση, εφόρμηση
✦ βλάβη της υγείας
✦ υβριστική συμπεριφορά ή πράξη
✦ (νομ.) αμφισβήτηση κύρους, νομιμότητας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–