προκόφτω


προκόφτω
Προφορά

Ετυμολογία
προκόφτω αρχαία ελληνική προ-κόπτω

Ερμηνεία
προκόφτω

✦ κ. προκόφτω ρ. (πρόκοψα, προκομμένος· Κ προκόπτω) προοδεύω, ευδοκιμώ: πρόκοψε στην ξενιτιά
✦ δείχνω φιλεργία
✦ (για ζώα κ. φυτά) αναπτύσσομαι ικανοποιητικά: δεν πρόκοψαν οι τριανταφυλλιές σου
✦ φρ. μας πρόκοψε, (ειρων.) δεν προσέφερε τίποτα, μας ζημίωσε
✦ μτχ. παθ. πρκμ. προκομμένος ως επίθ. βλ. λ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.