προκαλώ
Προφορά
Ετυμολογία
προκαλώ αρχαία ελληνική προ-καλῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ προκαλώ -είς, -εί
✦ καλώ κάποιον σε αναμέτρηση: μην τον προκαλείς, είναι δυνατότερός σου
✦ ερεθίζω, διεγείρω: τον προκαλούσε με τα καμώματά της
✦ προξενώ, επιφέρω: προκλήθηκαν σοβαρά επεισόδια – μου προκαλεί λύπη η συμπεριφορά του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–