προκάτ
Προφορά
Ετυμολογία
προκάτ από σύντμηση της λ. προκατασκευή
Ερμηνεία
επίθετο
└άκλιτο┘ προκάτ
✦ ο προκατασκευασμένος, που προήλθε από προκατασκευή (βλ. λ.)
✦ (μτφ. για πράξεις) σκηνοθετημένος, προμελετημένος: μονάχα εθελότυφλοι μπορούν να ισχυρισθούν πως η τωρινή λαϊκή οργή είναι «τεχνητή», «προκάτ», «υποκινημένη» (Μ. Πλωρίτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–