πριόνι
Προφορά
Ετυμολογία
πριόνι μεταγενέστερη ελληνική πριόνιον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού πρίων
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πριόνι
✦ εργαλείο με μεταλλική οδοντωτή λεπίδα για την κοπή σκληρών αντικειμένων
✦ μηχανικό πριόνι, μηχανή με περιστρεφόμενο οδοντωτό δίσκο ή πριονοκορδέλα για την κοπή διαφόρων υλικών (ξύλου, πλαστικών κτλ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–