πρίσμα
Προφορά
Ετυμολογία
πρίσμα αρχαία ελληνική πρίσμα (=κολόνα τρίεδρη)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πρίσμα
✦ στερεό με δύο έδρες ίσες και παράλληλες και τις υπόλοιπες μόνο παράλληλες
✦ (οπτ.) διαφανές στερεό τριγωνικής τομής που έχει την ιδιότητα να διαθλά, να αναλύει κτλ. τις φωτεινές ακτίνες που το διαπερνούν
✦ (μτφ. ) άποψη με την οποία εξετάζει κανείς ένα θέμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–