πολύκροτος


πολύκροτος
Προφορά

Ετυμολογία
πολύκροτος αρχαία ελληνική πολύκροτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ πολύκροτος -η, -ο

(μτφ. ) που δημιούργησε ζωηρή εντύπωση, που προκάλεσε συζητήσεις, περιβόητος: πολύκροτη δίκη – υπόθεση
✦ ουδ. πολύκροτο ως ουσ., παλαιότερη ονομασία του περιστρόφου και του πιστολιού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.