πολυσύνδετος


πολυσύνδετος
Προφορά

Ετυμολογία
πολυσύνδετος μεταγενέστερη ελληνική πολυσύνδετος

Ερμηνεία
επίθετο┘ πολυσύνδετος -η, -ο

✦ ο συνδεμένος στερεά ή πολλαπλά
✦ ουδ. το πολυσύνδετο(ν) ως ουσ., σχήμα λόγου κατά το οποίο λέξεις ή προτάσεις συνδέονται με επάλληλους συμπλεκτικούς ή άλλους συνδέσμους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.