πολυσυλλεκτικός


πολυσυλλεκτικός
Προφορά

Ετυμολογία
πολυσυλλεκτικός πολύς + συλλεκτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ πολυσυλλεκτικός -ή, -ό

✦ αυτός που συλλέγει πρόσωπα ή πράγματα από πολλά μέρη: πολυσυλλεκτικό κόμμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.