πολυπράγμων


πολυπράγμων
Προφορά

Ετυμολογία
πολυπράγμων αρχαία ελληνική πολυπράγμων

Ερμηνεία
πολυπράγμων

✦ -ων, -ον (-ονος) επίθ. ο ασχολούμενος με πολλά πράγματα, πολυάσχολος
✦ που ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις, ανακατωσούρης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.