πολυμερής
Προφορά
Ετυμολογία
πολυμερής αρχαία ελληνική πολυμερής
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πολυμερής -ής, -ές
✦ ο αποτελούμενος από πολλά μέρη, πολυσύνθετος
✦ που παρουσιάζει πολλές απόψεις
✦ που ασχολείται με πολλά
✦ που έχει σημαντική επίδοση σε πολλούς τομείς της γνώσης
✦ (χημ.) που παρουσιάζει πολυμερισμό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
μονομερής
Επιρρήματα
–