πολυλογού


πολυλογού
Προφορά

Ετυμολογία
πολυλογού πολύς + λόγος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πολυλογού

✦ θηλ. πολυλογού που λέει πολλά, περιττά ή ασήμαντα, λάλος, φλύαρος

Συνώνυμα
φαφλατάς
Αντίθετα
λιγόλογος, λιγομίλητος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.