πολυβόλο


πολυβόλο
Προφορά

Ετυμολογία
πολυβόλο └ουδ┘ του μεταγενέστερη ελληνική επιθ. πολυβόλος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πολυβόλο

✦ αυτόματο πυροβόλο όπλο που μπορεί να εκτελεί βολή κατά ριπές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.