πνευμάτωση


πνευμάτωση
Προφορά

Ετυμολογία
πνευμάτωση αρχαία ελληνική πνευμάτωσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πνευμάτωση

(ιατρ.) η σε μεγάλη ποσότητα ύπαρξη αερίων σε κοιλότητα ή στους ιστούς του σώματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.