πλουτοκράτισσα


πλουτοκράτισσα
Προφορά

Ετυμολογία
πλουτοκράτισσα πλούτος + κρατώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πλουτοκράτισσα

✦ θηλ. πλουτοκράτισσα (Κ -τις, -ιδος) άτομο που επικρατεί με τον πλούτο, που ανήκει στην τάξη των πλουσίων, κεφαλαιοκράτης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.