πληρώ
Προφορά
Ετυμολογία
πληρώ αρχαία ελληνική πληρόω-ῶ
Ερμηνεία
πληρώ
✦ -οίς, -οί ρ. γεμίζω: οι οφθαλμοί της κόρης επληρώθησαν δακρύων (Αλ. Παπαδιαμάντης)
✦ εκπληρώνω, εκτελώ, ανταποκρίνομαι σε κάτι: δεν πληροί τους προβλεπόμενους όρους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
κενώ
Επιρρήματα
–