πλήρωμα
Προφορά
Ετυμολογία
πλήρωμα αρχαία ελληνική πλήρωμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πλήρωμα
✦ το σύνολο των προσώπων που υπηρετούν σε πλοίο, αεροπλάνο και γενικότερα σε μεταφορικό μέσο ή διαστημικό σκάφος
✦ το πλήρωμα του χρόνου, ο προκαθορισμένος χρόνος
✦ (εκκλ.) χριστεπώνυμο πλήρωμα, η ολότητα των χριστιανών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–