πληρεξούσιος
Προφορά
Ετυμολογία
πληρεξούσιος μεσαιωνική ελληνική πληρεξούσιος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πληρεξούσιος -ια, -ιο
✦ ο εξουσιοδοτημένος από κάποιον να ενεργεί για λογαριασμό του: πληρεξούσιος δικηγόρος – τον έκανε πληρεξούσιο για να εισπράττει τη σύνταξή της
✦ ουδ. το πληρεξούσιον ως ουσ., έγγραφο με το οποίο δίνεται πληρεξουσιότητα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–