πληθώρα


πληθώρα
Προφορά

Ετυμολογία
πληθώρα αρχαία ελληνική ιων. πληθώρη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πληθώρα

✦ μεγάλο πλήθος, αφθονία: πληθώρα αγαθών |(ιατρ.) κατάσταση κατά την οποία αυξάνεται ο όγκος του αίματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια

Συνώνυμα

Αντίθετα
έλλειψη
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.