πλήκτρο
Προφορά
Ετυμολογία
πλήκτρο αρχαία ελληνική πλῆκτρον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πλήκτρο
✦ όργανο που πλήττει, χτυπά
✦ (μουσ.) καθένα από τα μικρά κομμάτια ελεφαντοστού ή έβενου που αποτελούν το πληκτρολόγιο εκκλησιαστικού οργάνου, πιάνου κτλ.
✦ οστέινη απόφυση νυχιού στο πίσω μέρος του ποδιού των πουλιών, που χρησιμεύει ως αμυντικό ή επιθετικό όπλο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–