πλανευτής


πλανευτής
Προφορά

Ετυμολογία
πλανευτής πλανεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πλανευτής

✦ θηλ. πλανεύτρα αυτός που πλανεύει, ο πλάνος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.