πλακώνω


πλακώνω
Προφορά

Ετυμολογία
πλακώνω μεσαιωνική ελληνική πλακώνω (=επιθέτω σε βασανιζόμενο πλάκες στο στήθος)

Ερμηνεία
ρήμα πλακώνω

✦ επιστρώνω με πλάκες, πλακοστρώνω
✦ πιέζω με επίθεση βάρους ή συνθλίβω με το βάρος μου
(μτφ. ) πιέζω, καταπιέζω: με πλακώνει ντροπή (Β. Ρώτας)
(μτφ. ) προκαλώ αίσθημα δυσφορίας, στενοχώριας
(μτφ. ) παρουσιάζομαι ή συμβαίνω ξαφνικά, απροσδόκητα, ενσκήπτω: πλάκωσε ο χειμώνας – πλάκωσαν τα κρύα
✦ (μτφ. για πρόσ.) καταφθάνω απροσδόκητα: πλάκωσαν οι πρόσφυγες – Αρβανιτιά μας πλάκωσε, θέλει να μας σκλαβώσει (δημ. τραγ.)
✦ (συνεκδ.) συνουσιάζομαι
(μτφ. ) επέρχομαι αιφνιδιαστικά, ενσκήπτω: πλάκωσε βαρυχειμωνιά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.