πλήθιος
Προφορά
Ετυμολογία
πλήθιος πλήσιος, με επίδρ. του πλήθος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πλήθιος -ια, -ιο
✦ πολýς, περίσσιος: κοπέλα με πλήθια χαρίσματα – ακόμα η πάχνη εσκέπαζεν όλα με πλήθια θάμπη (Άγγ. Σικελιανός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
λιγοστός
Επιρρήματα
–