πιπί


πιπί
Προφορά

Ετυμολογία
πιπί ονοματοπ. λ.

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πιπί

✦ το αιδοίο του βρέφους
✦ (συνεκδ.) η ούρηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.