πιλότος
Προφορά
Ετυμολογία
πιλότος └ιταλ┘piloto
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πιλότος
✦ πλοηγός
✦ οδηγός αεροσκάφους
✦ πειραματικό πρόγραμμα, δοκιμαστική εφαρμογή σχεδίου (η σημ. από το αγγλικά pilot): σχολείο πιλότος – συνεταιρισμός πιλότος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–