πετροκαταλύτης
Προφορά
Ετυμολογία
πετροκαταλύτης πέτρα + καταλύτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πετροκαταλύτης
✦ αυτός που καταλύει ακόμη και τις πέτρες, πανδαμάτωρ, ακατάβλητος: του κέντησα τον έρωτα τον πετροκαταλύτη (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–