περιποίηση
Προφορά
Ετυμολογία
περιποίηση αρχαία ελληνική περιποίησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η περιποίηση
✦ η παροχή υπηρεσιών, πρόθυμη εξυπηρέτηση ή εκδούλευση, επιμέλεια, φροντίδα
✦ (πληθ.) περιποιήσεις, φιλοφρονητικές εκδηλώσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–