περίσκεψη


περίσκεψη
Προφορά

Ετυμολογία
περίσκεψη μεταγενέστερη ελληνική περίσκεψις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η περίσκεψη

✦ σύνεση: χωρίς λύπην, χωρίς περίσκεψιν, χωρίς αιδώ (Κ. Καβάφης)
✦ μεγάλη προσοχή

Συνώνυμα

Αντίθετα
απερισκεψία
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.