περιουσία


περιουσία
Προφορά

Ετυμολογία
περιουσία αρχαία ελληνική περιουσία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η περιουσία

✦ το σύνολο των υλικών αγαθών, τα υπάρχοντα, το βιος: ατομική περιουσία – περιουσία του δημοσίου
✦ φρ. εκ περιουσίας, από μνήμης, από τις γνώσεις που κατέχει κάποιος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.