πεπατημένη


πεπατημένη
Προφορά

Ετυμολογία
πεπατημένη └θηλ┘ μτχ. παθ. πρκμ. του αρχαίου ελληνικού πατῶ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πεπατημένη

✦ εύχρ. στη φρ. ακολουθεί την πεπατημένη (ενν. οδό), κάνει κάτι κοινό, συνηθισμένο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.