πέραση


πέραση
Προφορά

Ετυμολογία
πέραση αρχαία ελληνική πέρασις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πέραση

✦ κύρος, αναγνώριση, αποδοχή από τους άλλους: ούτε καν ο λόγος έχει εν γένει πέραση καμιά (Τ. Παπατσώνης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.