παστορέλα
Προφορά
Ετυμολογία
παστορέλα └ιταλ┘pastorella
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η παστορέλα
✦ είδος ποιμενικού ποιήματος
✦ απομίμηση ποιμενικής μουσικής στην καθολική λειτουργία κατά τη μέρα των Χριστουγέννων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–